Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας
Ο προβληματισμός σχετικά με τη διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως στη σύγχρονη πραγματικότητα μας καλεί να κουβεντιάσουμε και να σκεφτούμε για πράγματα που όλοι αντιμετωπίζουμε και τα οποία, πολλές φορές, συνιστούν πολύπλοκες καταστάσεις.
Η εξομολόγηση, βεβαίως, παραμένει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, αυτό που πάντοτε ήταν. Είναι ενας δρόμος, όπως και όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας, για τη θέωση του ανθρώπου, για τον αγιασμό του. ‘Ενας δρόμος, που μέσα από τη μετάνοια, μας οδηγεί και πάλι σε κοινωνία με τη ζωή της Εκκλησίας.
Βασική προϋπόθεση για τον προβληματισμό που επιχειρούμε, είναι να κατανοήσουμε τον ρόλο του μυστηρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και να συνειδητοποιήσουμε ότι η εξομολόγηση είναι ένα μυστήριο αγάπης και ελευθερίας. Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, ο οποίος μέσα από το έργο της θείας οικονομίας έρχεται να μας συναντήσει και να μας σώσει. Να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής.
Η εξομολόγηση είναι μυστήριο ελευθερίας και αγάπης απέναντι στον άνθρωπο, ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου είναι συγκλονιστικός και πρέπει να είναι διδακτικός για μας. Διότι αν ο Θεός δίνει το δικαίωμα να αρνηθούμε το θέλημά Του αν ο Θεός, ακόμα και όταν οικονομεί τη σωτηρία μας, σέβεται την ελευθερία μας· αν όταν θεραπεύει την ανθρώπινη φύση, δίνει την ελευθερία στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, δια του Αγιου Πνεύματος να αποδεχτεί αυτό το έργο του Χριστού, τότε πρέπει να προβληματιστούμε, όταν μερικές φορές, είτε στη συνείδηση τη δική μας είτε των ανθρώπων, το μυστήριο της εξομολογήσεως παρουσιάζεται καταπιεστικό ή ανελεύθερο ή ακόμη σαν μέσο άσκησης εξουσίας από τον ιερέα στον εξομολογούμενο.
Ο Κύριός μας είπε πολύ καθαρά: «δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο». Αν λοιπόν ο ίδιος μας διαβεβαιώνει πως δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο, είναι αυτονόητο ότι κανείς ιερέας και κανείς πνευματικός δεν μπορεί να είναι εισαγγελέας του Θεού. Ούτε επίσης ανακριτής. Ο Χριστός έρχεται ως διάκονος των ψυχών μας. Ας θυμηθούμε τη σκηνή πριν από το Μυστικό Δείπνο. Όταν πλένει τα πόδια των μαθητών Του, όταν έτσι διακονεί τους μαθητές Του. Τα πόδια προφανώς ήτανε βρόμικα, αλλά δεν τα αποστράφηκε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στον Πέτρο είπε, αν δεν με αφήσεις να σου πλύνω τα πόδια, δεν έχεις θέση μαζί μου. ‘Ερχεται λοιπόν ως διάκονος. ‘Ερχεται να υπηρετήσει τη σωτηρία αυτών τους οποίους αγάπησε. Και ακόμη, αν θυμηθούμε το Ευαγγέλιο που διαβάζουμε στην Ακολουθία της Αγάπης, εκεί πάλι η εξουσία και η εντολή του «δεσμείν και λύειν», το μυστήριο δηλαδή της εξομολογήσεως, προσφέρεται ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος ως δρόμος για τη μετοχή στην Ανάσταση και τη βασιλεία του Θεού.
Η μετάνοια προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου και οδηγεί στην ελευθερία. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει αν δεν είναι ελεύθερος και ταυτοχρόνως η πραγματική μετάνοια είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική ελευθερία. Το μυστήριο της εξομολογήσεως έχει βασικό στόχο να οδηγήσει στη συγχώρεση του Θεού και του ανθρώπου. Η λέξη έχει ένα απίστευτο μεγαλείο. ‘Εχω την αίσθηση ότι η κατ’ έξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή η ευχή που διαβάζουμε, αλλά η θεία κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωροϋνται και άλληλοπεριχωροϋνται στο σώμα τοϋ Χριστού.
Ο άνθρωπος μετέχει στη ζωή του Θεού, ο Θεός μετέχει στη ζωή του ανθρώπου. Και έτσι μπορούμε να υπερβούμε τη δική μας θνητότητα, να φτάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό, που είναι ουσιαστικά η σωτηρία μας.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε πάντοτε ότι, όπως όλων των μυστηρίων έτσι και του μυστηρίου της εξομολογήσεως, ο χαρακτήρας δεν είναι άτομικός αλλά εκκλησιαστικός. Είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού. Η αμαρτία δεν είναι μόνο μια ατομική πράξη. Είναι η αποτυχία του ανθρώπου όχι μόνο στον αγώνα της προσωπικής του ζωής αλλά και στην κοινωνία του με το υπόλοιπο σώμα.
Εάν παρατηρήσουμε με ειλικρίνεια τα φαινόμενα, θα δούμε πόσο δυσκολεύονται οι αδελφοί μας αλλά και εμείς οι ίδιοι οι ιερείς να συγχωρήσουμε. Τι θα πει όμως να συγχωρήσουμε; Σημαίνει να βρεθούμε όλοι μαζί στο σώμα του Χριστού. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι όταν έγώ απορρίπτω τον αδελφό μου, όταν αρνούμαι να επικοινωνήσω μαζί του, ουοιαστικά τραυματίζω το σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία μας πολλές φορές πάσχει από τα τραύματα που εμείς φέρουμε στο σώμα του Χριστού, αρνούμενοι την αγαπητική κοινωνία των προσώπων. Αυτή την πραγματικότητα την βλέπουμε και στο μυστήριο της εξομολογήσεως, όταν αντιμετωπίζουμε τη δυσκολία των αδερφών μας να πουν μία απλή καλημέρα σε κάποιον που ίσως τους πίκρανε ή τον πίκραναν κ.ο.κ.
Πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι το να μεταλάβω, δεν σημαίνει να ανοίξω το στόμα μου για να πάρω κάτι, αλλά σημαίνει όντως να κοινωνήσω. Δεν μπορώ όμως να κοινωνώ με το Θεό, αν δεν κοινωνώ με τον αδελφό μου. Ίσως υπάρχουν μερικά πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να είχαμε πραγματικά κατηχήσει το λαό μας. Διότι, εάν η αντίληψη που έχει για την εξομολόγηση είναι η ατομική του τακτοποίηση, αυτό φοβάμαι ότι είναι λάθος δικό μας. Είναι ο τρόπος που καλλιεργούμε αυτό το μυστήριο, ο τρόπος κατά τον οποίο διδάσκουμε κάποια πράγματα ή η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε.
Η αμαρτία του ανθρώπου δεν είναι ενα ατομικό γεγονός. Είναι κάτι που πραγματικά πληγώνει το σώμα του Χριστού. Και μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως, η προσπάθεια είναι να επιτευχθεί η αποκατάσταση των αδελφών μου στο σώμα του Χριστού, στο σώμα της Εκκλησίας, στην μεταξύ αδελφών κοινωνία.
Είναι σημαντικό, επομένως, ο κάθε πνευματικός να κατανοεί τη φύση του μυστηρίου της εξομολογήσεως και να το διάκονεί ως οικονόμος των μυστηρίων του Θεού. Να συνειδητοποιήσει τη δική του θέση και τη διακονία του μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, μέσα στο σώμα του Χριστού και να κατηχήσει το λαό με βάση αυτή την επίγνωση. Στις ενορίες μας ακούγονται πολλά κηρύγματα. Σπάνια όμως αυτά είναι κατηχητικά, ενώ πολλές φορές είναι κακής ποιότητος ηθικοπλαστικά. Όμως η ουσιαστικού περιεχομένου κατήχηση οδηγεί τον άνθρωπο στο αληθινό ήθος και προσφέρει μια πραγματική γνώση της θέσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.
Κάποτε ήρθε κάποιος να εξομολογηθεί και αντιμετώπιζε μια μάλλον ασήμαντη δυσκολία με κάποιον δικό του. Τον παρακάλεσα να τον συγχωρήσει και να επικοινωνήσει μαζί του. Το αρνήθηκε. Του είπα λοιπόν: «Τότε, δεν μπορείς να κοινωνήσεις». Και ερωτά: «Μου το απαγορεύετε;» Του απαντώ: «Εγώ, όχι! Θέλεις παιδί μου να κοινωνήσεις;». «Θέλω». «Καταλαβαίνεις τι θα κάνεις;». «Ναι». «Πιστεύεις πως θα ενωθείς με το Χριστό; Πως θα τον έχεις, όπως διδάσκει η Εκκλησία, κατοικούντα εν τη καρδία σου και θέλεις να παραμείνει εκεί;». «Ναι» μου απαντά. «Ωραία. Πήγαινε και κοινώνησε». Ξαφνιάστηκε! Επαναλαμβάνω: «Πήγαινε και κοινώνησε. Απάντησέ μου, όμως, σε ένα ερώτημα: κοινώνησες, και όπως είπες ο ίδιος νιώθεις τον Χριστό μέσα σου, είσαι ενωμένος μαζί Του! Και αφού κοινώνησες, συναντάς έξω από την Εκκλησία αυτόν που δεν του λες καλημέρα. Θέλω να μου πεις, αν ο Χριστός που είναι μέσα σου θα πει καλημέρα στον Χριστό που είναι μέσα του. Εάν τον καλημερίσει, τότε καλά έκανες και κοινώνησες. Εάν όχι, κατάλαβες τι έκανες; Αντί να υψωθείς εσύ στα μέτρα της ζωής του Χριστού, κατεβάζεις τον Χριστό στα μέτρα της δικής σου ζωής ή της δικής σου άθλιότητας. Σε συμφέρει αυτό;». ‘Εμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά μου είπε: «’Εχετε δίκιο».
Επομένως, δεν καλούμεθα απλώς να πούμε ότι η συμμετοχή στη θεία κοινωνία είναι καλό ή κακό, να δώσουμε απλώς την άδεια σε κάποιον να μεταλάβει ενώ ουσιαστικά δεν θα κοινωνήσει. Το ερώτημα που προηγείται είναι πως κοινώνησες και τι κοινώνησες.
Είναι επίσης σημαντικό, να συνειδητοποιήσουμε πρώτα εμείς οι Πνευματικοί, ότι η εξομολόγηση δεν είναι ανάκριση. Γιατί πολλές φορές οι χριστιανοί μας είναι ταλαιπωρημένοι και τους ταλαιπωρούμε ακόμη περισσότερο. Δεν καλούμεθα να ανακρίνουμε ως εισαγγελείς κάποιον αδελφό. Είναι σημαντικό, να βοηθάμε πραγματικά τον άνθρωπο να προσέρχεται εν ελευθερία. Ο πνευματικός είναι θεραπευτής και συνεργός του Χριστού στο έργο της σωτηρίας. Δεν είμαστε εμείς που προσφέρουμε τη σωτήρια. Είμαστε συνεργοί του Θεού και αυτό είναι μεγάλη τιμή και ευλογία.
Η τελευταία παρατήρησή μας οδηγεί και σε δυσκολότερα ζητήματα. Η εξομολόγηση δεν είναι μέσο εξάρτησης του εξομολογουμένου από τον πνευματικό του. Δεν επιτρέπεται να δημιουργείται μια τέτοια σχέση εξάρτησης. Και, βεβαίως, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εντέχνως το μυστήριο της σωτηρίας τουϋ άνθρώπου ως μέσο ικανοποίησης άτομικών έπιδιώξεων. Κατά προέκταση των προηγουμένων, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η έξομολόγηση δεν είναι το μέσο για να σχηματίσουμε τη δική μας όμάδα. Δεν είναι σωστό να καλλιεργούμε στα πνευματικά μας παιδιά την αίσθηση μιας τέτοιας ομάδας. Διότι τότε η μια όμάδα θα βρίσκεται άπέ ναντι στην άλλη όμάδα και η ενότητα τοϋ σώματος τοϋ Χριστού θα εχει χαθεί! Επιμένω στην τελευταία παρατήρηση, διότι μερικές φορές, άκόμη και χωρίς να το επιδιώκουμε, οι χριστιανοί χρησιμοποιούν την ιδιότητά τους ως πνευματικά μας τέκνα για να κάνουν συγκρίσεις και κατά συνέπεια να δημιουργοϋν προβλήματα.
Είναι προφανές ότι το μυστήριο της έξομολογήσεως, δεν έπιτρέπεται να άποτελεΐ ενα μέσο για τη δική μας προσωπική άνάδειξη μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Τα πνευματικά μας παιδιά δεν είναι ιδιοκτησία μας. Είναι τα παιδιά τοϋ Θε οΰ και έμείς έχουμε την ευθύνη να διακονοϋμε τη σωτηρία τους, να διακονοϋμε την ψυχή τους. Μερικές φορές αύτά τα δρια δεν είναι πολύ εύδιάκριτα. Και κάποτε μπορεί εύκολα να γίνει σύγχυση άνάμεσα στο ένδιαφέρον, που είναι λογικό να νιώθουμε ως πνευματικοί πατέρες, και στον κίνδυνο της ιδιοποίησης. Υπάρχουν μερικά πράγματα τα όποια δεν συ νιστοϋν έξομολόγηση και χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, διότι η Εκκλησία μας έχει ταλαιπωρηθεί και ταλαιπωρείται άπό αύτήν την στρέβλωση τοϋ μυστηρίου της έξομολογήσεως, που θεωρώ ότι είναι η πιο μεγάλη άμαρτία τοϋ πνευματικοϋ, όταν μάλιστα γίνεται ενσυνείδητα.
Οι έποχές που ζοϋμε είναι πραγματικά δύσκολες. Τα προβλήματα των άνθρώπων είναι πάρα πολλά. Στη συνείδηση πολλών έχει άμβλυνθεΐ η έννοια της άμαρτίας. Ωστόσο οι άνθρωποι ζοϋνε την άμαρτία και τη ζοϋμε όλοι μας, βιώ νοντας τις συνέπειές της ως άποτυχία μας. Προσωπικά, έχω διαπιστώσει ότι αύτή η έρμηνεία βοηθάει πάρα πολύ τα νέα παιδιά. Διότι πολλές φορές τα παιδιά έρχονται στην εξομολόγηση έπειτα από μια άποτυχία και ίσως είναι η ευκαιρία να βοηθήσουμε να δουν την πηγή της αποτυχίας τους. Να υποδείξουμε ότι δεν απέτυχαν συγκεκριμένα σε έναν στόχο αλλά ότι η αλαζονεία είναι εκείνη που οδηγεί στα διάφορα άδιέξοδα. ‘Ολων η αλαζονεία. Και η αλαζονεία μας είναι εκείνη που μας οδηγεί στις αποτυχίες και στις αμαρτίες μας. Η αισθησή μας, δηλαδή, ότι δεν χρειάζεται να προσέξουμε το θέλημα του Θεού αλλά μας ενδιαφέρει το δικό μας θέλημα. Και από εκεί αρχίζει σιγά σιγά η πτώση.
Το γεγονός ότι οι εποχές μας είναι δύσκολες και γεμάτες προβλήματα, πρέπει να μας κάνει πολύ προσεκτικούς στον τρόπο που μερικές φορές θέτουμε ερωτήσεις στα μικρά παιδιά, στους νεότερους ανθρώπους, στα νέα ζευγάρια αλλά και στους μεγαλύτερους. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή και διάκριση, διότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σκανδαλίσουμε ή να δώσουμε την εντύπωση ότι είμαστε περίεργοι.
Είναι, επίσης, σημαντικό να νιώσουμε ότι, ακριβώς επειδή το έργο μας είναι να είμαστε συνεργοί του Θεού και επειδή ο Θεός «πάντας άνθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2,4), ανάλογος πρέπει να είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις πτώσεις των ανθρώπων. Η διακονία μας είναι να αναπαύσουμε το σημερινό άνθρωπο όχι με ψεύτικους καθησυχασμούς αλλά πραγματικά και ουσιαστικά. Θέλω να πιστεύω ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στα νεότερα χρόνια αλλά τίποτα δεν άποκλείεται και φαίνεται ότι κάποιες φορές αντιμετωπίζουμε με πολλή σκαιότητα και απαξίωση τα αμαρτήματα των ανθρώπων.
Όταν, παραδείγματος χάρη, μια γυναίκα εξομολογείται μια έκτρωση και ο ιερέας, ο πνευματικός, τη βρίζει και της λέει τι ήρθες να κάνεις εδώ! Μα γι’ αυτό ακριβώς ήρθε! Για ποιό λόγο θα έπρεπε να έρθει; Δεν παραγνωρίζει κανείς το μέγεθος της πράξης αλλά ο τρόπος άντιμετώπισης είναι λαθεμένος. Και αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αναπαυθεί. Και αυτός ο άνθρωπος πρέπει να δει την πραγματικότητα του εαυτού του αλλά με αγάπη. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το ζητούμενο δεν είναι ο εξωραϊσμός, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε επίσης ότι όσο μεγάλη και αν είναι μια πτώση, είναι σημαντικό στη δική μας καρδιά και διάθεση να διακρίνεται η αγάπη γι’ αυτόν τον άνθρωπο.
Θυμάμαι κάτι που διάβασα πρόσφατα, το όποιο αφορούσε τον μακαριστό Γέροντα, τον πατέρα Πορφύριο. Έλεγε: «αχ αυτά τα νέα παιδιά, όλα τα χουνε κάνει, αλλά τ’ άγαπάω, είναι ταλαίπωρα παιδιά». Αυτή την αίσθηση την έχουμε; Μήπως κάποιες φορές κουραζόμαστε, ανθρώπινα και γινόμαστε απότομοι και απορριπτικοί;
Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο δεν επιχειρώ εδώ να επιλύσω αλλά με προβληματίζει, είναι αν κάποιο επιτίμιο το βάζουμε για να ικανοποιήσουμε το γράμμα τοϋ κανόνα ή για να θεραπεύσουμε τον άνθρωπο. Η Εκκλησία μας βεβαίως λέει ότι τα επιτίμια είναι φάρμακα. Χρειάζεται όμως προσοχή στη χρήση καθώς οφείλουμε να αναρωτιόμαστε εάν ο τρόπος εφαρμογής συνεπάγεται ότι όντως δίνω φάρμακο ή μήπως κάποτε δίνω φαρμάκι; Βεβαίως, είναι δυνατόν το φάρμακο να είναι πικρό, και συνήθως είναι πικρό, αλλά έχει σημασία με ποιά διάθεση προσφέρεται. Και ακόμα, εάν ένας άνθρωπος εκπληρώσει ένα έπιτίμιο, αυτό σημαίνει ότι αυτομάτως θεραπεύτηκε; Μήπως, κάποιες φορές, απλώς του δημιουργειται η ψευδαίσθηση ότι αφού έπραξε το δέον τώρα είναι εντάξει; Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, επίσης, ότι πολλές φορές οι χριστιανοί μας επιζητούν το επιτίμιο, διότι πιστεύουν ότι άμα κάνουν έτσι τότε είναι εντάξει. Χωρίς όμως, να έχουν ερευνήσει μέσα τους αν πραγματικά έχουν μετανοήσει. Και, βέβαια, χωρίς ίσως και εμείς να διερευνήσουμε αυτή την διάσταση, δηλαδή την ουσιαστική μετάνοια.
Το έργο του πνευματικού είναι το έργο του Χριστού. Είναι σημαντικό αυτό να το θυμόμαστε πάντοτε καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός στάθηκε απέναντι στους ανθρώπους. Η διακονία μας είναι μια προσπάθεια χειραγωγίας του ανθρώπου στην αληθινή μετάνοια και όχι σε μια ψυχολογική τακτοποίηση και ικανοποίηση. Η αληθινή μετάνοια πηγάζει από την αγάπη στον Θεό και αυτό είναι που πρέπει πραγματικά να ερευνήσουμε. Πολλές φορές η Εκκλησία είναι γεμάτη, και το χαιρόμαστε. Εάν, όμως, ρωτήσουμε: «Πιστεύετε στον Χριστό;». Θα μας πούνε «μα τότε γιατί είμαστε εδώ;». Δεν ξέρω όμως αν θα είναι εύκολο και αν θα είναι πρόθυμοι να μας απαντήσουν ειλικρινά αν τους ρωτήσουμε: «Αγαπάτε τον Χριστό;».
Πίστη έχουν και οι δαίμονες! Η αγάπη τους λείπει.
Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο εδώ προσεγγίζεται ακροθιγώς, είναι η σύνδεση της εξομολόγησης με την υπακοή. Αναφέρομαι, ειδικά, στη σύγχυση που προκαλούμε ως πνευματικοί όταν προβάλλουμε, χωρίς διάκριση, την μοναχική υπακοή. Είναι σημαντικό να μη ξεχνάμε ποτέ, ότι η ελευθερία και η ευθύνη του ανθρώπου δεν αναιρούνται με τίποτα. Η υπακοή είναι πράξη ελευθερίας και ευθύνης αλλά δεν εκβιάζεται. Γίνεται αποδεκτή από τον άνθρωπο. Ο απόλυτος έλεγχος του άλλου δεν συνάδει με την εν Χριστώ ελευθερία του ανθρώπου.
Κάποτε, με ρώτησε ένα πνευματικό μου παιδί τι αυτοκίνητο να πάρει και τού είπα: «Γιατί με ρωτάς; Σου έχει πει κανείς ότι είμαι ειδικός στα αύτοκίνητα; ‘Αν σου το έχει πει, είναι λάθος. Αν μου πεις τι μάρκα είναι το αύτοκίνητο που όδηγώ, δεν θυμάμαι. Αν λοιπόν με ρωτάς γι’ αύτό, κτύπησες λάθος πόρτα, ψάξε κάποιον ειδικό». «Όχι» μου λέει «σας ρωτάω σαν πνευματικό!». «Δηλαδή τι θα πει αύτό;». «Τι δουλειά έχει το ένα με το άλλο; Αύτό είναι δική σου εύθύνη. Εσύ ξέρεις τι χρήματα έχεις. Δεν είναι δική μου δουλειά ως πνευματικού να σου πω τι αυτοκίνητο θα πάρεις, ούτε σε ποιό σπίτι θα πας». Μερικές φορές όμως δημιουργούνται τέτοιου είδους εξαρτήσεις! Το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν ήρθε τυχαία να μού θέσει το ερώτημα. Ήρθε, επηρεασμένο και οδηγημένο από άλλους. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποια πράγματα μέσα στις ψυχές των ανθρώπων είναι πάρα πολύ λεπτά και αυτά μπορεί κάποτε ο διάβολος να τα εκμεταλλευτεί.
Η ελευθερία και η ευθύνη ενός ανθρώπου, που εξομολογείταιι για την πορεία της προσωπικής του ζωής και για τον αγιασμό του, δεν άναιρεΐται. Δεν εχουμε εμείς την ευθύνη για τη δική του πορεία, δεν τον αντικαθιστούμε εμείς στον αγώνα του. Δεν εννοώ ότι δεν προσευχόμαστε γι’ αυτόν, αλλά τονίζω ότι με την υπακοή του δεν καταργήσαμε την ευθύνη και την ελευθερία του. Έχει ευθύνη γι’ αυτό που κάνει, για τον τρόπο που στέκεται στη ζωή, για όλη την πορεία του μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν μερικές φορές αυτή η υπακοή, η κατ’ έμέ λαθεμένη, προκαλεί διχασμούς μέσα στο σώμα της Εκκλησίας.
Ολοκληρώνοντας σημειώνω ότι όσα αναφέρθηκαν πριν είναι γνωστά και δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Απλώς επιχείρησα να καταθέσω τους προβληματισμούς μου, οι οποίοι προκύπτουν από την επικοινωνία μου με τους ανθρώπους και την πεποίθησή μου ότι κάθε ενδεχόμενη στρέβλωση του μυστηρίου της εξομολογήσεως συνιστά μεγάλη δική μας αμαρτία.